μοδίους

μοδίους
μόδιος
modius
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μοδίζω — (Μ) [μόδιος] 1. υπολογίζω, μετρώ έκταση σε μοδίους 2. μετατρέπω μέτρο επιφάνειας σε μοδίους …   Dictionary of Greek

  • σημοδιαίος — αία, ον, Α αυτός που περιλαμβάνει έξι μοδίους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής < λατ. φρ. six modii «έξι μόδιοι» + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. δραχμ ιαῖος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”